ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΠΡΟΣ ΑΠΟΦΥΓΗ ΤΗΣ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΥΤΟ-ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ.
Αν η Άγκυρα περάσει και την τελευταία κόκκινη γραμμή σε Κρήτη και Καστελόριζο η Αθήνα καλείται να πιάσει τα όπλα.
Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΝΕΝΑ ΕΜΦΑΝΕΣ ΠΟΣΟΤΙΚΟ Ή ΠΟΙΟΤΙΚΟ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ.
ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΙΤΥΧΟΥΜΕ ΝΑ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΟΥΜΕ ΜΙΑ ΣΤΙΒΑΡΗ ΑΠΟΤΡΕΠΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΩΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ.

ΤΟΥ ΔΡ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΡΙΒΑ*

Εδώ και δεκαετίες το ελληνικό σύ­στημα εξουσίας και ειδικότερα ο μηχανισμός εξωτερικής πολιτικής έχουν επιλέξει μια πολιτική υποχω­ρήσεων και κατευναστικών ενερ­γειών έναντι των διαρκώς εντεινόμενων αμφισβητήσεων της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας από πλευράς της Τουρκίας Έτσι, από τη ρωγμή στη γεωπολιτική υπόσταση της Ελλάδας που δημιουργήθηκε στα Ίμια το 1996 φτάσαμε σήμερα στην αμφισβήτηση της Γαύ­δου, ή ακόμα και του μεγαλύτερου κομματιού της Κρήτης ενώ τα ελλη­νικά νησιά εν συνόλω θεωρούνται ως μη έχοντα κυριαρχικά δικαιώματα πέραν των έξι ναυτικών μιλίων, δηλα­δή αντιμετωπίζονται ως γεωπολιτικά ανύπαρκτα.

Κι έτσι, λοιπόν, καταφέραμε σή­μερα να είμαστε στριμωγμένοι στα σκοινιά, αναμένοντας την Τουρκία να περάσει την τελευταία κόκκινη γραμμή, στέλνοντας ερευνητικό πλοίο στην ΑΟΖ και στην υφαλοκρη­πίδα της Κρήτης ή του Καστελόριζου.

Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε κυρι­ολεκτικά στο παρά ένα. Αν η Ελλάδα δεν αντιδράσει και σε αυτή την περίπτωση, τότε ουσιαστικά θα έχει θέσει τον εαυτό της σε πορεία γεωπολιτικής αυτοεξάλειψης, που δύσκολα θα μπο­ρεί να αντιστραφεί. Και λέγοντας «να αντιδράσει», δεν εννοούμε να περιορι­στεί σε διαμαρτυρίες σε διεθνείς οργα­νισμούς ή κάτι παρόμοιο, που θα απο­τελεί ουσιαστικά έμμεση αποδοχή των τουρκικών ενεργειών.

Η μόνη αντίδραση που έχει νόημα σε παρόμοια παραβίαση «κατακόκκινων γραμμών» είναι η στρατιωτική. Και η πειστική απειλή παρόμοιας αντίδρασης είναι η μόνη που μπορεί να φρενάρει την Άγκυρα ώστε να μην προβεί σε αυτή την ενέργεια και να έχουμε επιτυ­χημένη αποτροπή.

Αυτό φαίνεται να το έχει καταλάβει (επιτέλους) ένα μέρος των ελλαδικών ηγετικών ελίτ, αν και ένα άλλο μέρος επιμένει να λειτουργεί ως προέκταση της τουρκικής πολεμικής μηχανής, προ­βάλλοντας την «αλήθεια της Τουρκίας» και καταγγέλλοντας τη «μαξιμαλιστική» ελληνική στάση.

Θερμό επεισόδιο ή άνοιγμα της πόλης του φρενοκομείου;

Ωστόσο, εδώ προκύπτει το ερώτημα τι εννοούμε με τον όρο «στρατιωτική αντίδραση». Μια παρόμοια ενέργεια μπορεί να ξεκινάει από μια κανονιο­φόρο που θα βρεθεί στην περιοχή του συμβάντος απαιτώντας την αποχώρη­ση του τουρκικού ερευνητικού σκά­φους και να φτάνει στη γενικευμένη πολεμική αναμέτρηση σε όλο το εύρος του ελληνοτουρκικού συστήματος. Είναι δε πολύ μεγάλης σημασίας τι εί­δους αρχική αντίδραση θα επιλέξεις και πώς σκοπεύεις να την κλιμακώσεις.

Επίσης, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η αποτροπή δεν παύει να υφίσταται μόλις προκύψει μια στρατιωτική αναμέτρηση, ανεξαρτήτως της κλίμα­κας. Υπάρχει αποτροπή διαρκούσης της σύγκρουσης (intra war deterrence), καθώς και μετασυγκρουσιακή αποτροπή (post conflict deterrence), που αποσκοπούν στην «τιθάσευση» της πολεμικής διαδικασίας ώστε να μην ξεφύγει από το πλαίσιο που θέλουμε να την κρατήσουμε, αλλά και στη διαχείριση του αποτελέσματος με τέτοιο τρόπο που να μην οδηγήσει σε νέα αναμέτρηση.

Κυρίως δε η στρατιωτική αντι­παράθεση πρέπει να συνεχίσει να υπηρετεί έναν γεωπολιτικό σκοπό, όπως και η αποτροπή. Δηλαδή δεν ενδείκνυται να προσπαθούμε απλώς να αποφύγουμε την πολεμική αντι­παράθεση διά της αποτροπής και, αν αυτή «αποτύχει», τότε να αφήνου­με μοιρολατρικά τη σύγκρουση να αποκτήσει τη δική της δυναμική.

Αντιθέτως η αποτρεπτική στρατη­γική πρέπει να συνδυάζεται με μια «θεωρία νίκης» (theory of victory), δηλαδή με μια στρατηγική που θα αποσκοπεί στην επίτευξη νικηφόρου αποτελέσματος από πλευράς μας στη σύγκρουση που δεν αποφύγαμε. Παρεμπιπτόντως μια θεωρία νίκης εν­δυναμώνει αποφασιστικά και την απο­τρεπτική μας πρόταση, έτσι ώστε να μπορέσουμε να αποφύγουμε τον πό­λεμο. Δηλαδή, αν ο αντίπαλος γνωρί­ζει πως σε περίπτωση που οδηγηθού­με σε πολεμική αντιπαράθεση έχουμε σχέδια να την ολοκληρώσουμε νικη­φόρα και όχι απλώς να αντισταθούμε για την τιμή των όπλων, θα το σκεφτεί πολύ περισσότερο πριν δοκιμάσει την αξιοπιστία της αποτρεπτικής μας πρό­τασης.

Τέλος, όπως έχει τονίσει επανει­λημμένους ένας από τους σημαντι­κότερους θεωρητικούς της απο­τροπής στην Ελλάδα, ο καθηγητής Παναγιώτης Ήφαιστος, για να επι­τύχουμε να οικοδομήσουμε μια στιβαρή αποτρεπτική πρόταση πρέπει να έχουμε τον έλεγχο της κλιμάκω­σης στην αντιπαράθεση (escalation control).

Δηλαδή να επιλέγουμε εμείς πώς πότε, πού και με ποιο τρόπο θα κλιμακώσουμε και όχι να αντιδράμε πα­θητικά στις επιλογές του αντιπάλου. Θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι αν αφήσουμε την πρωτοβουλία στην Τουρκία αναφορικά με την κλιμά­κωση της στρατιωτικής αντιπαράθε­σης, τότε δεν υπάρχει αποτροπή και η Άγκυρα θα προχωρήσει στην «τε­λική λύση» των προβλημάτων της με την Ελλάδα διά της έμπρακτης αποδόμησης της ελληνικής κυριαρ­χίας στο Αιγαίο. Και για να έχουμε έλεγχο της κλιμάκωσης θα πρέπει να είμαστε διατεθειμένοι να φτάσουμε στο τέρμα. Δηλαδή να «περάσουμε την πύλη του φρενοκομείου», κατά την ιστορική ρήση του Γεωργίου Παπανδρέου.

Με άλλα λόγια, να πάμε, αν δεν μπορέσουμε να το αποφύγουμε, σε πολεμική αναμέτρηση μεγάλης κλί­μακας. Και για να πείσουμε ότι είμα­στε πρόθυμοι να φτάσουμε σε αυτό το σημείο (έτσι ώστε να έχουμε μια σοβαρή πιθανότητα ακριβώς για να μην φτάσουμε σε αυτό το σημείο), θα πρέπει να θεωρούμε ότι μπορού­με να νικήσουμε σε αυτή την αντιπα­ράθεση.

Μύθος η πανίσχυρη Τουρκία

Και εδώ ακριβώς εμφανίζεται μια πολύ σοβαρή παθογένεια που εν­δημεί στην ελληνική εξωτερική και αμυντική πολιτική εδώ και δεκαε­τίες, αλλά, δυστυχώς τα τελευταία χρόνια έχει λάβει ανεξέλεγκτες δια­στάσεις Και αυτή είναι η διαβρωτικά ηττοπαθής αντίληψη ότι δεν έχουμε απολύτως καμία πιθανότητα έναντι της Τουρκίας η οποία εμφανίζεται να είναι, «αντικειμενικά» και «αναντίρρητα», πολύ ισχυρότερη από εμάς, με αποτέλεσμα το μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε σε περίπτω­ση σύγκρουσης είναι να της ασκήσουμε τέτοιο πλήγμα, που να είναι μεγαλύτερο από τα κέρδη της.

Αλλά να νικήσουμε σε μια πολε­μική αναμέτρηση με την Τουρκία; Αυτό ακούγεται σχεδόν βλάσφημο.

Η «τεκμηρίωση» της αντίληψης ότι η Τουρκία είναι «αντικειμενικά» πολύ πιο ισχυρή από εμάς ξεκινάει από τα πληθυσμιακά μεγέθη. Ότι δηλαδή η Τουρκία είναι μια χώρα ογδόντα εκα­τομμυρίων κατοίκων και εμείς μόλις δέκα. Άρα είναι και κατά πολύ ισχυρό­τερη.

Η άποψη αυτή, φυσικά, δεν αντέχει σε στοιχειώδη κριτική.

Με βάση την αντίληψη αυτή, η πιο ισχυρή χώρα στον πλανήτη εί­ναι η Κίνα. Ακολουθεί με πολύ μι­κρή διαφορά η Ινδία, οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται πολύ πίσω, ενώ το Μπανγκλαντές είναι ελαφρά ισχυ­ρότερο της Ρωσίας. Επιπροσθέτως το μικροσκοπικό Ισραήλ φυσικά και δεν θα μπορούσε να νικήσει τους πολυαριθμότερους Άραβες γείτονές του, όπως και η Χεζμπολάχ στον Δεύτερο πόλεμο του Λιβάνου το 2006 δεν θα μπορούσε να νικήσει το Ισραήλ.

Ακόμα και σε πολέμους πολύ μεγά­λης χρονικής διάρκειας, όπως ήταν αυτός μεταξύ Ιράκ και Ιράν, που διήρκησε σχεδόν ολόκληρη τη δε­καετία του '80, το κράτος με τον με­γαλύτερο πληθυσμό (εν προκειμένω το Ιράν) δεν μπόρεσε να επιτύχει αποφασιστικό πλεονέκτημα, μολο­νότι οι δύο χώρες είχαν πολύ μεγάλα χερσαία σύνορα που ευνοούσαν την ανάπτυξη μεγάλων στρατιών, κάτι που δεν ισχύει στα ελληνοτουρκικά σύνορα. Το μέτωπο του Έβρου είναι πολύ μικρό και στο Αιγαίο υπάρχει όριο στον αριθμό των δυνάμεων που μπορούν να μεταφέρουν οι τουρκικές αποβατικές και αεραποβατικές δυνάμεις.

Άρα, λοιπόν, δεν υφίσταται κά­ποιο ουσιαστικό πλεονέκτημα για την Τουρκία που να προκύπτει από τον μεγαλύτερο πληθυσμό της. Αντιθέτως, εδώ υπάρχει μια αχίλλει­ος πτέρνα γι΄ αυτή.

Αχίλλειος πτέρνα το γόητρο

Συγκεκριμένα, ακριβώς επειδή εί­ναι πολύ μεγαλύτερη χώρα από την Ελλάδα και αυτή η αντίληψη της «φυσικής» της ανωτερότητας κυρι­αρχεί στη διεθνή αλλά και στην εσω­τερική κοινή γνώμη, σε περίπτωση ήττας, ή έστω αδυναμίας νίκης, θα υποστεί σοβαρό πλήγμα το γόητρό της, πολύ μεγαλύτερο από αυτό που θα υποστεί το ελληνικό σε παρόμοια περίπτωση. Και ακριβώς επειδή το γόητρο είναι πολύ σημαντικό στοι­χείο της τουρκικής γεωπολιτικής ταυτότητας, αλλά και της εσωτερι­κής σταθερότητας, τότε σε αυτή την περίπτωση μπορεί να προκύψουν δραματικές συνέπειες.

Όσον δε αφορά τον πολύ ουσιαστι­κότερο τομέα των οπλικών συστη­μάτων, δεν υπάρχει κάποια μεγάλη ποσοτική υπεροχή της Τουρκίας. Αντιθέτως, ακόμα και σήμερα, πα­ραμένει μια μικρή αλλά πιθανώς κρίσιμης σημασίας ελληνική ποιοτι­κή υπεροχή σε κάποιους τομείς. Για παράδειγμα, τα ελληνικά υποβρύχια Type 214 κλάσης «Παπανικολής», με το σύστημα αναερόβιας πρόωσης που διαθέτουν (ΑΙΡ) και το πολύ χα­μηλό ακουστικό ίχνος, δεν έχουν ισοδύναμό τους στο τουρκικό ναυτι­κό. Όπως δεν υπάρχει ισοδύναμο για τα ελληνικά άρματα μάχης Leopard 2ΗΕL, με το μακρύκαννο πυροβόλο L55 με σωλήνα 55 διαμετρημάτων, ή για τα αυτοκινούμενα πυροβόλα PzH2000 ή τα μαχητικά ελικόπτερα Apache. Όλα αυτά τα συστήματα είναι πολύ ανώτερα από τα αντίστοι­χα τουρκικά. Η ελληνική αντιαερο­πορική άμυνα είναι επίσης σαφώς ανώτερη σε όλα τα επίπεδα, αν και η κατάσταση σε αυτόν τον τομέα ανα­μένεται να αλλάξει δραματικά με την ενεργοποίηση των τουρκικών S-400.

Στον τομέα της αεροπορικής ισχύ­ος τα ελληνικά F-16 εφοδιάζονται με τους κορυφαίους πυραύλους για αε­ρομαχίες εντός του οπτικού ορίζοντα (WVR) IRIS-T, ενώ κρίσιμης σημασίας ατού είναι τα Mirage 2000-5, με τους παθητικής καθοδήγησης πυραύλους MICA ER με βεληνεκές που ξεπερνά τα 60 χλμ., που αποτελούν ένα είδος στρατηγικής ασύμμετρης απειλής για την Τουρκική Αεροπορία. Δυστυχώς βέβαια, εξαιτίας μιας σειράς κακών χει­ρισμών των προηγούμενων κυβερνή­σεων αλλά και με μεγάλη ευθύνη της γαλλικής πλευράς σήμερα δεν γνω­ρίζουμε ακριβώς πόσα από τα Mirage 2000 είναι διαθέσιμα άμεσα για επιχει­ρήσεις. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και μικρός αριθμός από τα αεροσκάφη αυτά μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των αποτελεσμά­των μιας σύγκρουσης. Συγκεκριμένα, τα Mirage 2000-5 μπορούν να εξα­πολύσουν πυραύλους cruise Scalp EG υπερυψηλής ακρίβειας εναντίον τουρκικών στόχων από αποστάσεις πολλών εκατοντάδων χιλιομέτρων, ενώ τα παλαιότερα Mirage 2000, εφο­διασμένα με αντιπλοϊκούς πυραύλους Exocet, αποτελούν τεράστια απειλή για τα τουρκικά πλοία επιφάνειας.

Αν συνδυάσεις τα συστήματα αυτά με μια σειρά από δυνητικά στρατη­γικά πλεονεκτήματα που προσφέρει στην Ελλάδα ο έλεγχος της αρχιπελαγικής δομής του Αιγαίου και κάποια άλλα, τότε προκύπτει μια εικόνα πολύ διαφορετική από αυτή της «αδύναμης» Ελλάδας που είναι έρμαιο της «πανίσχυρης» Τουρκίας.

Φυσικά, δεν είναι όλα ρόδινα. Κάθε άλλο. Η οικονομική κρίση αλλά και οι αυτοκαταστροφικές επιλογές των ηγεσιών όσον αφορά τους εξοπλι­σμούς τα τελευταία χρόνια έχουν προκαλέσει τεράστια προβλήματα, την έκταση των οποίων μόνο να φανταστούμε μπορούμε αυτή τη στιγμή. Επίσης, οι αυτοκτονικές δι­αρκείς μειώσεις της στρατιωτικής θητείας και η λογική «σιγά μην γίνει πόλεμος» που κυριαρχούσε μέχρι τώρα έχουν δημιουργήσει μεγάλα κενά στο ανθρώπινο δυναμικό του στρατεύματος. Συντεχνιακές λογι­κές, μικρόνοες πρακτικές, έλλειψη φαντασίας και μια εχθρική στην και­νοτομία γραφειοκρατία υπονόμευ­σαν και υπονομεύουν επικίνδυνα τις Ένοπλες Δυνάμεις.

Όμως, αν και όλα αυτά έπληξαν το αξιόμαχο των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, δεν το εξάλειψαν. Ούτε φυσικά ο αντίπαλος είναι απαλλαγ­μένος προβλημάτων. Στην πραγμα­τικότητα, είναι πολύ πιθανόν να αντι­μετωπίζει πολύ περισσότερα απ' ό,τι εμείς, με μία και μόνο από τις αιτίες να είναι οι διαρκούσες και σήμερα εκκαθαρίσεις στο στράτευμα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του καλοκαιριού του 2016.

Αποδόμηση ισχύος λόγω άλλων συγκρούσεων

Ακόμα και η εμπλοκή της Τουρκίας σε συγκρούσεις στη Συρία και στη Λιβύη ή οι συγκρού­σεις στο Κουρδιστάν, σε αντίθεση με ό,τι πιστεύεται, ενδέχεται να έχει λειτουργήσει αποδομητικά στην τουρκική στρατιωτική ισχύ. Και αυτό γιατί ήταν εμπλοκές χαμηλής έντασης (LIC) εναντίον αντιπάλων χαμηλής τεχνολογίας, με έμφαση στις αντιαντάρτικες επιχειρήσεις (COIN). Όμως η εμπλοκή σε παρό­μοιες επιχειρήσεις, όπως διαπίστω­σαν προσφάτως και οι Αμερικανοί, λειτουργεί εν πολλοίς ανταγωνι­στικά έναντι των ικανοτήτων αντιμετώπισης ομόλογων αντιπάλων (peer opponents) σε συγκρού­σεις υψηλής έντασης (HIC), όπως θα είναι μια αντιπαράθεση με τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.

Εν κατακλείδι, η Τουρκία δεν έχει κανένα εμφανές ποσοτικό ή ποιοτι­κό πλεονέκτημα έναντι της Ελλάδας σε περίπτωση πολεμικής αναμέτρη­σης μεγάλης κλίμακας. Αυτό σημαί­νει ότι η χώρα μας έχει μια τελευταία ευκαιρία να αφήσει κατά μέρος τον φαταλισμό, την ηττοπάθεια και την υπερβάλλουσα, έως και ύποπτη ανα­φορικά με τις προθέσεις και τις αιτί­ες, εμμονή στον «συμβιβασμό» με την Τουρκία και να οικοδομήσει, έστω και αυτή την έσχατη ώρα, μια στιβαρή αποτρεπτική πρόταση που να σκοπεύει στην αποφυγή του πο­λέμου χωρίς να προχωρήσει σε γεω­πολιτικό αυτοχειριασμό. 

(*) Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης «Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή» στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

(ΕΠΙΚΑΙΡΑ-12/07/2020)

Γράψε ένα σχόλιο

Νεότερη Παλαιότερη