Και στο θέμα της Αγίας Σοφίας ο Βαρθολομαίος συμπεριφέρθηκε ως... Τούρκος πολίτης.
Ο Βαρθολομαίος, σε αντίθεση με τον Αναστάσιο, δεν τιμά τη μνήμη των προκατόχων του. Είναι ωσεί παρών στα δύσκολα και οιονεί απών, τουλάχιστον από τις εθνικές επάλξεις.

Του Γιώργου Χαρβαλιά

Όταν πρωτομπήκα στη δημοσιογραφία, ως διπλωματικός συντάκτης είχα αποκρυσταλ­λωμένες απόψεις για τα εθνικά θέματα. Για το τι είναι Ελλάδα και Ελληνισμός, τι οφείλουμε να προασπίσουμε και τι δεν έχουμε δικαίωμα να εκχωρήσουμε. Το γεγονός αυτό δεν με έκανε ιδιαίτερα συμπα­θή στους επαγγελματίες του διπλωματικού σώματος, τουλάχιστον όσους έβλεπαν ότι η ανάδειξη των εθνι­κών θεμάτων τούς δυσκολεύει τη ζωή, διαταράσσοντας τη δημοσιοϋπαλληλική τους νιρβάνα. Και αρκε­τοί συνάδελφοι του ρεπορτάζ, σε μια εποχή όπου είχε αρχίσει πλέον να εδραιώνεται ο ενδοτισμός ως εθνικό δόγμα εξωτερικής πολιτικής, με θεωρούσαν μονοδιά­στατο, για να μην πω «θερμοκέφαλο». Ευτυχώς που δεν μπορούσαν να με κατατάξουν στους... ψεκασμέ­νους, λόγω τυπικών προσόντων που ξεπερνούσαν αρ­κετά τον μέσο όρο του κλάδου.

Στην πορεία, οι απόψεις μου για πρόσωπα και πράγματα που συχνά καταγράφονταν στις ανταπο­κρίσεις μου με αμεσότητα, αλλά χωρίς να αλλοιώνουν (θέλω να πιστεύω) τη φύση της ενημερωτικής αποστο­λής, φοβούμαι ότι εν πολλοίς δικαιώθηκαν.

Ασφαλώς δεν απέφυγα και τα λάθη. Παρακο­λουθούσα πολύ στενά -θυμάμαι- το θέμα της Βορεί­ου Ηπείρου και κατέγραφα τις μοναδικές ευκαιρί­ες που έχαναν οι ελληνικές κυβερνήσεις για να προ­ασπίσουν τα δικαιώματα της μειονότητας και να επι­βάλουν όρους στην ανάγωγη Αλβανία, που μόλις είχε επιστρέψει στον κανονικό κόσμο, από την περίοδο ενός απίθανου κομμουνιστικού γύψου. Την περίοδο εκείνη, στο κατώφλι της δεκαετίας του '90, γνώρισα και τον Αναστάσιο Γιαννουλάτο, αρχικά πατριαρχικό έξαρχο και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας.

Η πρώτη συνάντηση με αυτόν τον μειλίχιο και γλυκομίλητο ιεράρχη με έκανε να αντιληφθώ ότι απένα­ντι μου είχα έναν σοφό άνθρωπο. Παρ' όλα αυτά είχα τη λαθεμένη εντύπωση ότι ο Έλληνας Αρχιεπίσκοπος θα μπορούσε να υποκαταστήσει το κενό της ελληνι­κής Πολιτείας και να προστατέψει τους Βορειοηπειρώ­τες από τις εχθρικές διαθέσεις των αλβανικών Αρχών.

Ο Αναστάσιος μου εξήγησε πως η αποστολή του είναι να ξαναφτιάξει από το μηδέν την Ορθόδοξη Εκκλησία στο πρώην «αθεϊστικό» κράτος και να λει­τουργήσει ως ποιμενάρχης όλων των κατοίκων της χώρας, Ελλήνων και Αλβανών, με τα ίδια μέτρα και σταθμά.

Αυτή του η τοποθέτηση ελαφρώς με ξένισε και τον θεώρησα πολύ soft στο εθνικό ζήτημα. Αργότερα, βέβαια, κατάλα­βα ότι ο Αναστάσιος είχε δίκιο. Άλλη ήταν η αποστο­λή του από αυτή που φανταζόμουν. Πήγε στη γειτο­νική χώρα ως ιεραπόστολος. Όχι ως δεσπότης. Έλληνας ιεραπόστολος, όμως. Γι΄ αυτό και η βοήθεια που προσέφερε στην Ορθοδοξία και κατ' επέκτασιν στον Ελληνισμό, τηρώντας εξαιρετικά λεπτές διπλωματι­κές ισορροπίες με τις αναιδείς αλβανικές κυβερνήσεις, ήταν πραγματικά ανεκτίμητη.

Η κριτική στάση του Αναστάσιου στο ζήτημα των εγκληματικών χειρισμών του Πατριαρχείου με την Εκκλησία της Ουκρανίας αλλά και η δήλωσή του προ ημερών για την αβάσταχτη τουρκική πρόκληση με την Αγία Σοφία δείχνουν ότι ο συγκεκριμένος ιεράρχης τι­μά τα ράσα που φοράει και έχει πλήρη επίγνωση του χρέους προς την πατρίδα, το οποίο και εκπληρώνει μέ­σα στα στενά περιθώρια της αποστολής του.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 γνώρισα και τον Βαρθολομαίο, που μόλις είχε εκλεγεί στον πατριαρ­χικό θρόνο. Δυστυχώς, η πρώτη, αρνητική εντύπωση που αποκόμισα ενισχύθηκε στη συνέχεια και εξακο­λουθεί μέχρι σήμερα να με κατατρέχει.

Αφενός δεν είχε την ακτινοβολία ενός χαρισματι­κού θρησκευτικού ηγέτη παγκόσμιας εμβέλειας. Αλ­λά ούτε την αυτοπεποίθηση που απορρέει από την ιστορική αποστολή, έναντι της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού.

Απογοητευμένος από την ομηρία και τον ουσι­αστικό παροπλισμό του Πατριαρχείου μέσα στον ασφυκτικό κλοιό της κεμαλικής (τότε) Τουρκίας, την ώρα που το Βατικανό αλώνιζε στα Βαλκάνια, εξέθε­σα αφελώς τη σκέψη μήπως έπρεπε η Ορθοδοξία να κηρύξει τον δικό της «ανένδοτο» ενάντια στον Τούρκο δυνάστη, ακόμη κι αν χρειαζόταν να μεταφέρει προ­σωρινά την έδρα της στη Ρωσία ή στο Άγιον Όρος.

Ομολογώ ότι η αντίδραση που εισέπραξα ήταν εξαιρετικά οργισμένη. Όχι γιατί ξεστόμισα κάποια βλασφημία, αλλά για τη σκέψη και μόνο ότι θα μπο­ρούσε να χαθεί η πρωτοκαθεδρία από το Φανάρι. Μό­νο που αυτή η πρωτοκαθεδρία ήταν απολύτως εικο­νική. Μετά βίας απλωνόταν σε ένα οικοδομικό τετρά­γωνο της πρώην βασιλεύουσας.

Στην πορεία ο Βαρθολομαίος έκανε τα πάντα για να μη χάσει αυτή την απατηλή λάμψη του παγκόσμιου θρησκευτικού ηγέτη... υπό (απόλυτο) περιορισμό. Πρό­σεξε να μην έρθει σε αντιπαράθεση με τους Τούρκους, κοίταξε να μην τους ενοχλήσει τις «ευαισθησίες», ανα­λώθηκε σε φαναριώτικες δημόσιες σχέσεις με πολιτι­κούς και επιχειρηματίες στις δύο ακτές του Αιγαίου κι όταν τα πράγματα λίγο ζόρισαν, άρχισε να ασχολείται με τις... φώκιες της Ανταρκτικής.

Σε καμία περίπτωση δεν φρόντισε να κά­νει εκείνες τις συμμαχίες που θα επέτρεπαν να ακουστεί δυνατότερα η φωνή του. Εσχάτως διάλεξε και λάθος στρατόπεδο. Πίστεψε ότι θα του εγγυηθούν τη θέση του οι Αμερικα­νοί και οι Γερμανοί. Γι' αυτό και ανακατεύτη­κε στα εσωτερικά της ουκρανικής Εκκλησίας, δημιουργώντας ντε φάκτο σχίσμα με τη ρωσική Εκκλησία.

Η πρωτοβουλία αυτή του Βαρθολομαίου για αναγνώριση Αυτοκεφαλίας σε μία Εκκλησία, σαφώς υπα­γόμενη στο Πατριαρχείο Μόσχας, ήταν εντελώς ανα­παραγωγική και εμφανώς αντίθετη με τα εθνικά συμ­φέροντα, καθώς και αντίθετη με την περιφρούρηση της ενότητας στην Ορθοδοξία. Υπαγορεύτηκε από τρίτους που καμία αγάπη δεν θρέφουν για το συγκε­κριμένο χριστιανικό δόγμα.

Στο θέμα της Αγίας Σοφίας, ο Πατριάρχης, ο οποίος συμπεριφέρεται ως Τούρκος αξιωματούχος και έφτασε να ευλογήσει την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στη Συρία, αντέδρασε υποτονικά. Σαν να κάνει αγγαρεία. Κι όταν πιέστηκε, είπε τρεις μίζε­ρες κουβέντες στο κήρυγμα, αντί να αστράψει και να βροντήξει, προκαλώντας διεθνή σάλο.
Δυστυχώς το πισωγύρισμα της Αγίας Σοφίας απο­τελεί μια ακόμη ακύρωση του ρόλου και της διεθνούς ακτινοβολίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο Βαρθολομαίος, σε αντίθεση με τον Αναστάσιο, δεν τι­μά τη μνήμη των προκατόχων του. Είναι ωσεί παρών στα δύσκολα και οιονεί απών, τουλάχιστον από τις εθνικές επάλξεις. Η παρουσία του στο τιμόνι της Ορ­θοδοξίας είναι κενή περιεχομένου.

(ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ-19/07/2020)

Γράψε ένα σχόλιο

Νεότερη Παλαιότερη