Του Μιχάλη Μαθιουδάκη

Εμείς φταίμε.

Όσο απλή είναι η ερώτηση άλλο τόσο απλή και ξεκάθαρη οφείλει να είναι η απάντηση. Για την τουρκική επιθετικότητα όπως αυτή ξεδιπλώνεται και εντατικοποιείται τον τελευταίο καιρό φταίμε αποκλειστικά εμείς.

Εύλογα, το πρώτο πράγμα που θα σκεφτεί κάποιος που διαβάζει τις πρώτες γραμμές αυτού του άρθρου είναι: «Μα καλά, εμείς φταίμε που αυτοί θέλουν να καταπατήσουν τα κυριαρχικά μας δικαιώματα;» Για να απαντηθεί αυτή η -εύλογη- απορία, οφείλουμε πρώτα να οριοθετήσουμε το τι είναι αυτό που κάνει μια χώρα να θέλει να καταπατήσει τα δικαιώματα μιας άλλης.

Υπάρχουν διλήμματα;

Έχουμε λοιπόν δύο βασικές πιθανότητες: Είτε η άλλη χώρα δεν θεωρεί ότι καταπατά τα δικαιώματα μας (δηλαδή δεν θεωρεί ότι κάνει κάτι κακό) ή η άλλη χώρα ξέρει ότι καταπατά τα δικαιώματα μας αλλά δεν την νοιάζει.

- Στην πρώτη περίπτωση θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι φταίνε οι άλλοι και θα πρέπει να συνομιλήσουμε μαζί τους για να τους αποδείξουμε ότι κάνουν λάθος (και αυτό κάνουμε συχνά στη χώρα μας).

- Στη δεύτερη περίπτωση και πάλι θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι φταίνε οι άλλοι, αφού δεν νοιάζονται για το διεθνές δίκαιο, και έτσι θα πρέπει να καταγγείλουμε ότι φταίνε αυτοί (κάτι που επίσης κάνουμε συχνά στη χώρα μας).

Τι από τα δύο λοιπόν ισχύει τελικά; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι μία:

Δεν έχει σημασία!

Το ερώτημα είναι λάθος. Εξίσου λάθος είναι και οι κινήσεις της Ελλάδας που προσπαθούν να απαντήσουν σε αυτό. Το ζητούμενο δεν είναι για ποιο λόγο η Τουρκία θέλει να καταπατήσει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Το ζητούμενο είναι ότι αυτό κάνει.

- Η Ελλάδα φταίει επειδή δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι ασχέτως καταστάσεων, ηγεσίας, οικονομίας, συμμαχιών, και ασχέτως των λόγων, η Τουρκία είναι ένα αναθεωρητικό κράτος, που δεν είναι ικανοποιημένο από το ισχύον καθεστώς των συνόρων και ζωνών κυριαρχικών δικαιωμάτων και επιρροής του, και θέλει να τα αλλάξει.

- Ο μόνος τρόπος να αποτρέψεις ένα αναθεωρητικό κράτος είναι να δείξεις έμπρακτα ότι το κόστος που αυτό θα έχει από την υλοποίηση των επιδιώξεων του θα είναι μεγαλύτερο από τα οφέλη που ελπίζει να αποκομίσει.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις «παραδοσιακά» τις τελευταίες δεκαετίες αναλώνουν τις προσπάθειες τους στο να απαντήσουν στο γιατί η Τουρκία θέλει να καταπατήσει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και να αποδείξουν ότι το δίκιο είναι με το μέρος μας. Έτσι όμως δεν σταματάει η επιθετικότητα της Τουρκίας.

Ποιος φταίει λοιπόν;

Μιλώντας για ευθύνες, πρέπει να δούμε αν μπορούσαν οι πρόσφατες ελληνικές κυβερνήσεις να είχαν προβλέψει την αύξηση στην ένταση της Τουρκικής επιθετικότητας των τελευταίων δύο ετών. Η απάντηση είναι καταφατική.

Από την ανακάλυψη του κοιτάσματος φυσικού αερίου στο οικόπεδο Αφροδίτη της Κύπρου το 2011 και τις ενδείξεις για αντίστοιχα κοιτάσματα νότια της Κρήτης τα επόμενα χρόνια, προέκυψε ένα νέο δεδομένο για την Τουρκία: Η Κύπρος και η Ελλάδα θα μπορούσαν πλέον να αυξήσουν την ισχύ τους μέσω της ενέργειας. Από τότε ξεκίνησαν να ξεδιπλώνονται και οι σχεδιασμοί της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο για ανατροπή αυτής της κατάστασης.

Η Ελλάδα είχε λοιπόν το χρόνο να σχεδιάσει το πως θα αποτρέψει την Τουρκική επιθετικότητα. Το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης φέρει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ η οποία είχε τη διακυβέρνηση της χώρας στο κρίσιμο διάστημα από το 2015 και μετά.

Όσον αφορά τον μη-στρατιωτικό σχεδιασμό, αυτός όφειλε να περιλαμβάνει τη δημιουργία συνθηκών de facto προσδιορισμού της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ και αυτό μπορούσε να γίνει μέσω της ενέργειας. Η δημιουργία ενεργειακών καναλιών που περνούν από την υφαλοκρηπίδα φέροντας οικονομική δραστηριότητα στον πυθμένα της ήταν -και είναι- η ενδεδειγμένη λύση. Η κυβέρνηση Τσίπρα όμως δεν έκανε απολύτως τίποτα για αυτό. Έμεινε σε μια γενικόλογη στήριξη για τον αγωγό φυσικού αερίου EastMed, ενός έργου που ακόμα και αν είναι οικονομικά και τεχνικά εφικτό (που πολύ αμφιβάλλω) χρειάζεται πολλά χρόνια σχεδιασμού πριν φτάσει στην υλοποίηση, χρόνο που η Ελλάδα δεν είχε.

Αντίθετα, ένα έργο που μπορούσε να φέρει τα ίδια αποτελέσματα, το καλώδιο ηλεκτρικής σύνδεσης Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδας, το οποίο έχει χρόνο υλοποίησης μόνο 2-3 έτη, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το οδήγησε σε ακύρωση εν μέσω ενδείξεων για σύγκρουση συμφερόντων της κινεζικής εταιρίας στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ πούλησε την εθνική μας εταιρία διαχείρισης του δικτύου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

Ποιος θα φταίει;

Η προηγούμενη κυβέρνηση φέρει λοιπόν μεγάλη ευθύνη για την αύξηση της τουρκικής επιθετικότητας τα τελευταία χρόνια. Η δε παρούσα κυβέρνηση, ενώ έχει κάνει αρκετά πράγματα τον τελευταίο χρόνο και διαχειρίστηκε εύστοχα την κρίση στον Έβρο, στα υπόλοιπα θέματα κινείται ψύχραιμα μεν -και αυτό είναι πολύ σημαντικό- αλλά πιο νωχελικά από όσο οι καταστάσεις επιβάλλουν.

Η κυβέρνηση, οφείλει να τρέξει και να πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Οφείλει να μη μασάει τα λόγια της και να μιλήσει ανοιχτά -ανοιχτά και ξεκάθαρα όμως- σε φίλους και αντιπάλους για το τι θα κάνει σε όποιον παραβιάσει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα στην υφαλοκρηπίδα.

Οι κυβερνήσεις μας εκφράζουν εμάς τους ίδιους. Όταν λέμε λοιπόν ότι φταίνε οι κυβερνήσεις, αυτό σημαίνει ότι φταίμε εμείς. Φταίξαμε όλοι μας τραγικά με την προηγούμενη κυβέρνηση η οποία ενίσχυσε την τουρκική επιθετικότητα τα τελευταία χρόνια και θα φταίμε όλοι αν με την παρούσα κυβέρνηση δεν αλλάξουμε τόνο, ένταση, ρυθμό και ουσία στις κινήσεις μας ώστε να αποτρέψουμε το επόμενο στάδιο κλιμάκωσης με την Τουρκία.

* Ο Μιχάλης Μαθιουλάκης είναι Ακαδημαϊκός Διευθυντής του Greek Energy Forum και αναλυτής Ενεργειακής Στρατηγικής στην επιστημονική ομάδα της Έδρας «Θουκυδίδης» του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, υπεύθυνος για τα ενεργειακά θέματα της ΜΕΝΑ και Ανατολικής Μεσογείου

Γράψε ένα σχόλιο

Νεότερη Παλαιότερη